- πολεμητόκος
- πολεμ-ητόκος, ον,A bringing forth war, Nonn.D.4.425, etc.; of Athena, Orph.H.32.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμητόκος — bringing forth war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμητόκος — ον, Α αυτός που επιφέρει πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν η για μετρικούς λόγους + τοκος (< τόκος < τίκτω)] … Dictionary of Greek
πολεμητόκον — πολεμητόκος bringing forth war masc/fem acc sg πολεμητόκος bringing forth war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek